-
1 σκυτόω
A cover or guard with leather, in [voice] Pass., τένοντε (?)ἐσκυτωμένω IG12.313.121
,314.135; τόξα ἐσκ. ib.22.1631.223, cf. Chron.Lind. B25;ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Plb.10.20.3
.
См. также в других словарях:
σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) … Dictionary of Greek